ΑΚΡΟΤΑΙΝΑΡΟ
1196
page-template-default,page,page-id-1196,bridge-core-2.0.5,ajax_fade,page_not_loaded,,qode-title-hidden,qode_grid_1300,footer_responsive_adv,qode-theme-ver-19.2.1,qode-theme-bridge,wpb-js-composer js-comp-ver-6.0.5,vc_responsive

Ταξίδι στις πύλες του Άδη

Στη Μάνη τον θάνατο τον τραγουδάνε, χωρίς να τον γυρεύουν και να τον συμπαθάνε. Με αργά βήματα προχωρώ σε ένα λαξευτό πέτρινο λούκι πολλών μέτρων. Παρατημένο εδώ και αιώνες, με τα χόρτα να το καλύπτουν, χρειάζεται να ψάξεις για να το βρεις και κουράγιο να το ακολουθήσεις, αφού διαφόρων ειδών και μεγεθών ερπετά πετάγονται τρομαγμένα από τα βήματά σου. Ακολουθώ τη ροή του που οδηγεί στη θάλασσα, σε ένα μικρόν ήσυχο όρμο με βράχια τριγύρω.

Ένας ψαράς λύνει τη βάρκα του για να βγει στα ανοιχτά, γυρίζει, με κοιτάει, τον χαιρετώ και χαμογελάει. «Είναι μακριά η σπηλιά του Άδη;», τον ρωτώ και εκείνος μου απαντά: «Όχι πολύ, αλλά δεν έχει και τίποτε σπουδαίο να δεις». Περπατώ επάνω σε ένα αρχαίο ψυχοπομπείο και ομολογώ πως αισθάνομαι περίεργα. Οι πύλες του Άδη δεν είναι μακριά, μα ο βαρκάρης δεν δέχεται να με πάει μέχρι εκεί. Όλα τα παραπάνω μπορεί να ακούγονται μακάβρια, αλλά σκηνοθετούν απλά ένα ταξίδι που κάποτε όλοι θα ακολουθήσουμε… είτε το θέλουμε είτε όχι.

Ο συμβιβασμός με τον θάνατο είναι δύσκολο πράγμα και η αποδοχή ότι τα εγκόσμια είναι εφήμερα ακόμα δυσκολότερη. Χρόνια μαθαίνουμε να ονειρευόμαστε και να ελπίζουμε, να κάνουμε μακρόπνοα σχέδια και να πιστεύουμε πως είμαστε αθάνατοι. Οι δικοί μας άνθρωποι, που φεύγουν ανέλπιστα, μας υπενθυμίζουν το φθαρτό της ύπαρξής μας, αλλά η αποδοχή μοιάζει να μην έρχεται ποτέ. Όλο και κάτι περιμένουμε ακόμα από τη ζωή και καλά κάνουμε!

Στην πορεία μας αυτή, την γεμάτη όνειρα και προσδοκίες, το τέλος δεν είναι ποτέ ορατό, για τούτο και ο δρόμος που ακολουθούμε είναι πάντα γοητευτικός και μυστηριώδης. Ένα τέτοιο θαυμάσιο και απροσδόκητο ταξίδι σάς προσκαλώ να κάνουμε μαζί. Να πάμε μέχρι το Ακρωτήριο Ταίναρο, μέχρι το νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ελλάδας (αλλά και της Ευρώπης), μέχρι το τέλος του δρόμου!

Υπάρχουν μέρη που οι άνθρωποι δεν τον υπολογίζουν πολύ τον θάνατο και κάποιες φορές τον αψηφάνε κιόλας. Μοιάζει σαν η ζωή να έχει λιγότερη αξία, αλλά δεν είναι έτσι. Στη Μάνη τον θάνατο τον τραγουδάνε, χωρίς να τον γυρεύουν και να τον συμπαθάνε. Είναι κομμάτι της καθημερινότητας και χωρίς να τον αντιμετωπίζουν με ελαφρότητα, του μιλάνε αληθινά και τον βάζουν στη θέση του.

Τα μοιρολόγια της Μάνης είναι αυτοσχέδια ποιήματα, που μοιάζουν να βγήκαν από αρχαία τραγωδία. Οι μοιρολογίστρες βγάζουν αυθεντικό κομμάτι της ψυχής τους και με αφορμή τον νεκρό εκφράζονται. Κανένας Μανιάτης δεν πρέπει να κατέβει στον Άδη χωρίς να τον κλάψουν. Ο νεκρός δεν είναι παρά ένας ταχυδρόμος. Θα πάει στον κάτω κόσμο και θα έχει να λέει ιστορίες για τον επάνω. Θα μιλήσει σ’ εκείνους που γνωρίζει και θα μεταφέρει μηνύματα, πως τους σκέφτονται και δεν έχουν ξεχαστεί.

Βρίσκομαι στο Πόρτο-Στέρνες, στην άκρη του Ακρωτηρίου Ταίναρο και περπατάω σ’ αυτόν τον αρχαίο λαξευτό διάδρομο, που οι ιστορικοί λένε πως ήταν ψυχοπομπείο. Από εδώ κατέβαιναν οι «ταχυδρόμοι» και έπαιρναν τον «περαματάρη», τον μακάβριο βαρκάρη για τον κάτω κόσμο!

Είναι πραγματικά ασύλληπτο πώς ετούτο το σημείο της Ελλάδας σε υποβάλλει από τα φυσικά του χαρακτηριστικά και μόνο. Το τέλος του δρόμου κοιτάει τη θάλασσα. Μπροστά σου ακριβώς βρίσκεται ένας μικρός θολωτός ναός, αριστερά είναι το λιμανάκι που δένουν τις βάρκες και δεξιά ξεκινάει το μονοπάτι για τον φάρο του Ταινάρου. Όλα δένουν με τα βράχια, το υγρό στοιχείο και τον αέρα, που συνήθως εδώ είναι δυνατός αυτή την εποχή. Δεν είσαι στη μέση του τίποτα, δεν έχεις φτάσει στο τέλος του κόσμου και όμως έτσι αισθάνεσαι. Αν βάλεις όλα τα δεδομένα στη σειρά, θα το κατανοήσεις και λογικά!

Το ερειπωμένο σήμερα εκκλησάκι του Ασωμάτου (αναφέρεται ως Αγίων Ασωμάτων) είναι χτισμένο με αρχαίο οικοδομικό υλικό. Πλησιάζοντας το βλέπεις ξεκάθαρα, αφού ανακατωμένα με αδούλευτες πέτρες και πολύ συνδετικό υλικό συναντάς κομμάτια από αρχαίο μάρμαρο, καλοδουλεμένο. Μονάχα ο βόρειος τοίχος της εκκλησίας είναι ολόκληρος χτισμένος οικοδομικά με καλοδουλεμένα ορθογώνια λιθάρια. Το μάτι ξεγελιέται και νομίζεις πως ακριβώς στο ίδιο σημείο ήταν χτισμένος ο περιώνυμος ναός του Ταιναρίου Ποσειδώνος, που αναφέρει και ο περιηγητής Παυσανίας.

Για να χτίσουν τη χριστιανική εκκλησία εξαγνίζοντας, όπως συνήθιζαν, τους αρχαίους λατρευτικούς χώρους, πήραν υλικά από τον παραπλήσιο ναό του Ποσειδώνα. Στα ανατολικό μέρος έχτισαν μια μικρή αψίδα και στα δυτικά την τοξωτή είσοδο. Η «ιστορία» ολοκληρώνεται λίγο πιο κάτω, κατεβαίνοντας στον ορμίσκο. Μέσα σε μια σπηλαιώδη εσοχή του βράχου, που σήμερα οι τοπικοί ψαράδες βάζουν τα σύνεργά τους, βρισκόταν ο ναός του Ποσειδώνα. Σύμφωνα πάντα με τις ιδιόμορφες λατρευτικές συνήθειες των Λακεδαιμονίων, ο Ταινάριος Ποσειδώνας έπρεπε να έχει το ιερό του σε άδυτο, σε σκοτεινό σπηλαιώδη χώρο.

Άλλωστε, για τους Σπαρτιάτες ο Ποσειδώνας δεν εξουσίαζε τη θάλασσα, αλλά ήταν ο θεός του κάτω κόσμου. Ετούτη η σπηλιά σε απόμερη γωνιά του όρμου ήταν η κατάλληλη. Παρά το γεγονός ότι τα οικοδομικά υλικά έχουν εξαφανιστεί, τα λαξεύματα στον βράχο «μιλούν» για τον τρόπο που θεμελιώθηκε ο ναός.

Στη μια πλευρά του όρμου οι λαξευμένοι βράχοι μιλούν για αρχαίο καρνάγιο μικρών πλοιαρίων (νεώσοικοι). Στην απέναντι πλευρά του όρμου μοιάζει αόρατη η επίσης λαξευμένη στον βράχο τάφρος καθόδου προς το ψυχοπομπείο, που πιθανότατα ήταν πολύ σκοτεινή διαθέτοντας σκέπαστρο.

Το μονοπάτι που οδηγεί στο αιχμηρό άκρο του Ταινάρου διαγράφεται επάνω στο ύψωμα δυτικά. Η πορεία είναι εύκολη, αλλά και πολύ εντυπωσιακή στην αρχή της. Οι κοιλότητες στον βράχο μοιάζουν με βάσεις δωματίων οικισμού, αφού αρκετές συνδέονται μεταξύ τους με σκαλοπάτια.

Βέβαια, οι νεώτεροι Λακεδαιμόνιοι τις πήραν για δεξαμενές συγκέντρωσης βρόχινου νερού (στέρνες), για τούτο και το λιμανάκι το ονόμασαν Πόρτο-Στέρνες. Εδώ ήταν ο αρχαίος συνοικισμός των Ταιναρίων, που εγκαταλείφθηκε πριν από τα ρωμαϊκά χρόνια. Παρά τους αιώνες που έχουν περάσει από πάνω του, ένα εξαιρετικό ψηφιδωτό δωματίου διατηρείται σε καλή κατάσταση και αφήνει έκπληκτο τον επισκέπτη.

Σε λιγότερο από 40 λεπτά ο φάρος του ακρωτηρίου κάνει την εμφάνισή του. Καταπληκτικό κτίσμα, φανταστικό σημείο, υπέροχη αίσθηση, ανείπωτα συναισθήματα. Μοιάζει περικυκλωμένος από τη θάλασσα και στην περίπτωση που ο καιρός έχει τις κακές του, ο φόβος εύκολα φωλιάζει μέσα σου. Παρατηρώντας προς τη μεριά του πελάγους βλέπεις μια απίστευτη κίνηση…

Μεγάλα πλοία περνούν συνεχώς μπροστά σου παρακάμπτοντας τον φημισμένο Κάβο Ματαπά, το Ακρωτήριο Ταίναρο. Ο φάρος δεσπόζει στο μυτερό ετούτο άκρο που λογχίζει τη Μεσόγειο. Κατασκευάστηκε από τους Γάλλους στα 1882 και λειτούργησε για πρώτη φορά το 1887. Ο τετράγωνος πύργος του, ύψους 16 μέτρων, στέφεται ακόμη από τον διώροφο μεταλλικό κλωβό με τον φωτιστικό μηχανισμό και το περιστροφικό διοπτρικό.

Η πρώτη ανακαίνιση του φάρου έγινε στα 1930. Στα χρόνια της Κατοχής έπαψε να λειτουργεί και στα 1950, μετά τη δεύτερη ανακαίνιση, φιλοξενούσε 3 φαροφύλακες! Από το 1984 που στήθηκε χωρίς κανένα σεβασμό στον περιβάλλοντα χώρο (αλλά και στο όμορφο οικοδόμημα) το αυτόματο φωτιστικό μηχάνημα, ο φάρος εγκαταλείφθηκε.

Γυρίζοντας προς τα πίσω κουνούσα το κεφάλι μου νευριασμένος. Όλος ετούτος ο θησαυρός του Ακροταίναρου, ο φάρος, ο ναός των Ασωμάτων, το σπήλαιο του ναού το Ποσειδώνα, το ψυχοπομπείο, ο αρχαίος οικισμός, που δένονται με ιστορία αιώνων αλλά και όμορφους μύθους και θρύλους, όχι μονάχα δεν αξιοποιείται, αλλά παραμένει τραγικά εγκαταλελειμμένος.

Ποιος επισκέπτης δεν θα ήθελε να δοκιμάσει μια «βόλτα στον Άδη» σε προσομοίωση και επί πληρωμή; Ποιος δεν θα ήθελε να δει ή να μείνει για ένα βράδυ στο νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ευρώπης; Μακάρι να καταλάβαιναν οι Μανιάτες τον υπέροχο τρόπο που μπορεί να δεθεί το χθες με το σήμερα… για τους ίδιους, αλλά και για τις γενιές που θα ‘ρθουν και θα αγνοούν την καταγωγή τους.

Πέρα από τον εγκαταλελειμμένο οικισμό Μιανές, τον Πάλιρο που ξαναχτίζει τους πύργους του (μαζί με ένα λαογραφικό μουσείο) και το Μαρμάρι, που κρέμεται πάνω τον ομώνυμο κόλπο, το ταξίδι στο Ακροταίναρο χρειάζεται μια στάση στο ονομαστό πειρατικό κρησφύγετο του Πόρτο-Κάγιο.

Δυστυχώς, η φωτιά του φετινού καλοκαιριού έλιωσε ακόμα και τις πέτρες στις ξερολιθιές και ο παραθαλάσσιος οικισμός, που είναι άναρχα δομημένος, έχει επάνω του ένα σκοτεινό βουνό από χώμα και πέτρες, έτοιμο να γλιστρήσει προς τη θάλασσα.

Ασφαλές λιμάνι περικυκλωμένο από υψώματα, θέρετρο για λίγους και εκλεκτούς που γνωρίζουν την ύπαρξή του, καλός ψαρότοπος και απομονωμένο-κρυφό σημείο. Αγναντεύοντας απέναντι βλέπεις τον οικισμό Αχίλλειο και τα ερείπια του κάστρου που μισο-έχτισαν οι Τούρκοι στα 1570, διακρίνονται αχνά. Πολλοί πιστεύουν – πιθανότατα λανθασμένα – ότι ετούτο το κάστρο είναι το περίφημο της «Μεγάλης Μαϊνής» που έχτισε ο Γουλιέλμος Βιλαρδουίνος στα 1250, για να εξουσιάσει τη Μάνη. Πάντως, οι πιτσιρικάδες 50 χρόνια πιο πριν έβγαζαν σιδερένιες μπάλες από το τείχος και έπαιζαν σφυροβολία!

Ο όρμος του Πόρτο-Κάγιο ονομαζόταν Ψαμμαθούς από τα αρχαία χρόνια κατοίκησής του (λόγω των χαλικιών της παραλίας), ενώ το τοπωνυμικό «Κάγιο» μπορεί να προέρχεται από τις γαλλικές λέξεις cailliou (καγιού), που σημαίνει χαλίκι ή caille (κάιγ) που σημαίνει ορτύκι. Η δεύτερη εκδοχή είναι πιο πιθανή, γιατί κοπάδια ολόκληρα από ορτύκια μεταναστεύοντας προς τον νότο γεμίζουν τον ορίζοντα της Μάνης, κάνοντας στάση στην περιοχή του Πόρτο-Κάγιο.

Στην άκρη του όρμου, ένα σκουριασμένο κανόνι, μπηγμένο σαν πάσσαλος στο χώμα, χρησιμεύει για να δένουν τις βάρκες… Αν ρωτήσεις, θα σου πουν πως αυτό είναι ένα από τα κανόνια του Λάμπρου Κατσώνη!

Στα 1792, ο φημισμένος Έλληνας θαλασσομάχος, κυνηγημένος από Τούρκους, Ρώσους, Γάλλους και Ενετούς βρήκε καταφύγιο στον όρμο του Πόρτο Κάγιο. Οι ανεξάρτητοι Μανιάτες τον δέχτηκαν και από ξηράς θα ήταν πολύ δύσκολο να εισβάλουν στο κρησφύγετό του. Οχύρωσε εξαιρετικά όλο τον όρμο με συστοιχίες από κανόνια και ξεκίνησε τις επιδρομές εναντίον των Τούρκων σε όλο το Αιγαίο.

Γαλλικές και τουρκικές φρεγάτες έφτασαν τον Ιούνιο του 1792 στο Πόρτο Κάγιο και ο Λάμπρος Κατσώνης αντιστάθηκε σθεναρά για δύο ημέρες. Ξημερώματα της τρίτης που οι Γάλλοι αποβιβάστηκαν στο Πόρτο-Κάγιο δεν βρήκαν κανέναν! Όλοι είχαν διαφύγει την προηγούμενη νύχτα, τα πλοία ήταν σκέτα κουφάρια, χωρίς πανιά και χωρίς κανόνια. Τα είχαν θάψει οι άντρες του Κατσώνη με βοήθεια από τους Μανιάτες. Ένα από αυτά σώζεται μέχρι σήμερα και για εκείνους που ισχυρίζονται πως οι Μανιάτες δεν ήταν με το πλευρό του Κατσώνη αλλά τον κυνηγούσαν, η απάντηση είναι απλή. Δοκιμάστε σήμερα (όχι τότε που ήταν άγρια τα πράγματα!) να εγκατασταθείτε νομίμως σε ένα σημείο της Μέσα Μάνης, χωρίς οι τοπικοί να επικροτούν την απόφασή σας αυτή. Το πολύ να αντέξετε μία δύο βδομάδες… μετά θα φύγετε τρέχοντας!

ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Πολλές φορές μέχρι σήμερα έχω πάει μέχρι το Ακρωτήριο Ταίναρο και τις περισσότερες για προσωπική μου ευχαρίστηση και μόνο. Είναι τόσο η διαδρομή όσο και η κατάληξή της μοναδική εμπειρία που καταγράφεται ανεξίτηλα. Αυτήν τη χρονική περίοδο που οι καιρικές συνθήκες δυσκολεύουν και οι τουρίστες σπανίζουν, η επίσκεψη στο ακρωτήριο είναι περισσότερο συγκλονιστική. Με δεδομένη την αγριάδα της Μάνης, είναι σίγουρο πως η γεύση θα είναι δυνατή, είτε με ήλιο είτε με βροχή.

Ο πλέον εύκολος δρόμος που μπορείτε να ακολουθήσετε μέχρι το Ταίναρο περνάει από την Αρεόπολη και συνεχίζει για Γερολιμένα και Βάθεια, καταλήγοντας ύστερα από 40 χιλιόμετρα στη διασταύρωση πάνω από το Πόρτο Κάγιο. Για να πάει κανείς μέχρι το Πόρτο-Στέρνες ακολουθεί τον δρόμο για Μαρμάρι και στρίβει στη διασταύρωση που θα συναντήσει (υπάρχουν ταμπέλες). Φτάνοντας στο τέλος του δρόμου θα πρέπει να γνωρίζετε πως το μονοπάτι για τον φάρο είναι στα δεξιά σας (κοιτώντας την θάλασσα), το περπάτημα είναι εύκολο, το μονοπάτι σαφές και θα διαρκέσει το πολύ 45 λεπτά.

Η επιστροφή είναι ακόμα πιο εύκολη και… προσοχή στον αέρα… δεν αστειεύεται! Άλλος ένας εναλλακτικός και περισσότερο εντυπωσιακός δρόμος – για εμένα προσωπικά – ακολουθεί την ασφάλτινη γραμμή της Προσηλιακής Μάνης μέσω Πύριχου, Φλομοχωρίου, Κοκκάλας, Λάγιας. Από τη Λάγια μέχρι το Πόρτο-Κάγιο υπολογίστε περίπου 8 χιλιόμετρα εύκολου χαλικόδρομου. Η συνολική απόσταση από την Αρεόπολη είναι ελάχιστα μικρότερη (38 χλμ. περίπου). Η Αρεόπολη απέχει 72 χλμ. από τη Σπάρτη και κοντά 300 από την Αθήνα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΤΡΕΝΟΓΙΑΝΝΗΣ ΤΑ ΝΕΑ