Μια Μάνη είναι Έξω και άλλη μια είναι Μέσα. Καμιά δεν είναι ίδια με την άλλη. Καμιά φορά με πιάνουν οι ανάποδες και στριφογυρίζουν οι διαόλοι στο κεφάλι μου, στήνουν σκηνικά και οργανώνουν ανηλεείς επιθέσεις σε αυτούς που με έχουν πικράνει. Φαντάζομαι πολέμους δυνατούς και με το δίκιο μου να παίρνω εκδίκηση για τη στενοχώρια που μου προξένησαν και αφού σχεδιάσω όλο το σκηνικό της καταστροφής, ταμπουρώνομαι πίσω από έναν ψηλό πύργο και περιμένω από τη στενή πολεμίστρα να φανεί ο εχθρός.
Κάπου εκεί με πιάνουν τα γέλια και καταλαγιάζω απότομα σκεπτόμενος πόσο ανώφελα είναι όλα τούτα. Μερικές γλυκές κουβέντες είναι αρκετές για να με κάνουν να ξαναγυρίσω στον πραγματικό μου εαυτό, να αφήσω παράμερα τις έχθρες και να κοιτάξω την ουσία. Η φαντασίωση του ψηλού πύργου με τις πολεμίστρες είναι «δανεισμένη» από την άγρια, σκληρή και άνυδρη γωνιά της Ελλάδας που αγαπώ πολύ και επισκέπτομαι ανελλιπώς από τόσο δα πιτσιρίκι.
Μιλάω για τη Μάνη, για το φοβερό αυτό μεσαίο πόδι της Πελοποννήσου που μου προξενεί σεβασμό, με αγριεύει, μου προσφέρει μοναχικό καταφύγιο και με τυραννάει… γιατί ποτέ δεν με δέχεται όπως είμαι, αλλά πάντα βάζει τους δικούς του όρους για να με δεχθεί. Ακούγεται κάπως παράξενα ετούτο το τελευταίο, αλλά… δεν μπορεί…μαζί μ’ εμένα σίγουρα θα το ‘χουν νιώσει και άλλοι πολλοί.
Οι σύγχρονοι επισκέπτες της Μάνης παίρνουν τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο και κατηφορίζουν για τα σπήλαια του Δυρού και τους πύργους της Βάθειας. Εθιμοτυπικά κάνουν μια παράκαμψη για το γραφικό λιμάνι του Γερολιμένα, παίρνουν μια δυνατή γεύση από αγριάδα και επιστρέφουν λέγοντας ότι πάτησαν το πόδι τους στη Μάνη. Εκεί το «παραμύθι» τους τελειώνει και η δήθεν «κατάκτηση» ολοκληρώνεται.
Πόσα ταξίδια μα την αλήθεια έχω διαβάσει για τη Μάνη και πόσο έχω γελάσει μα και πικραθεί συνάμα! Ευτυχώς – για όλους μας – η Μάνη δεν έχει κατακτηθεί ακόμα. Μονάχα οι Μανιάτες ξέρουν πόσο αδούλωτη είναι, αυτοί οι δυσπρόσιτοι, επιφανειακά ευγενείς, απρόθυμοι, μοναχικοί, άξεστοι και δηκτικοί άνθρωποι. Λίγα κοσμητικά επίθετα έβαλα και ίσως όχι απόλυτα ταιριαστά για εκείνους που στην τραχιά γωνιά της Ελλάδας μοιάζουν να μη χρειάζονται κανέναν άλλον παρά μονάχα τον εαυτό τους και…ίσως τους υπόλοιπους Μανιάτες!
Γνωρίζω πως το αγριεμένο βλέμμα τους τώρα θα ψάχνει να με συναντήσει… δεν τους είπα φιλόξενους και περήφανους, δεν σας εξήγησα πόσο μεγάλη καρδιά έχουν και πόσο παλικάρια είναι. Εκείνο που πρέπει όμως να εξηγήσω είναι ότι ύστερα από 4-5 χρόνια διακοπών στην περιοχή κατάφερα σε μια μικρή παρέα να με θεωρούν «λίγο» φίλο τους, οπότε και ένας ολόκληρος καινούργιος, άγνωστος κόσμος ξετυλίχθηκε μπρος στα μάτια μου!
Μια Μάνη είναι Προσηλιακή και άλλη μια είναι Αποσκιερή. Μια Μάνη είναι Έξω και άλλη μια είναι Μέσα. Καμιά δεν είναι ίδια με την άλλη, καμιά δεν είναι η ομορφότερη. Να γράψεις ταξίδι για τη Μάνη ολόκληρη δεν γίνεται, δεν πάει. Να την κατακερματίσεις σε κομμάτια και να αποτυπώσεις τις περιηγητικές σου εντυπώσεις πέφτεις στο ίδιο «λάθος» με τους υπόλοιπους… χάνεις την αίσθηση.
Μονάχα να μεταφέρεις μερικές εικόνες γίνεται και τούτο μου φαίνεται πως πρέπει να κάνω. Να ξεκινήσω, λοιπόν, από το όνομα. Η πιο σωστή εκδοχή απ’ όσα έχω διαβάσει είναι αυτή του καθηγητή Ε. Πεζόπουλου που λέει πως προέρχεται από το αρχαίο επίθετο «μανός» (στο θηλυκό του γένος) που σημαίνει γυμνός από βλάστηση. Το γιώτα, που συνήθως βλέπουμε γραμμένο στους χάρτες των κουτόφραγκων (Μάινη την ονόμαζαν) οφείλεται βασικά στο γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων (μια γιαγιά που με έβλεπε να σκαρφαλώνω σε κάτι ερείπια για να βγάλω καλή φωτογραφία, μου φώναξε: «Πας χαϊμένος κορώνα μου»). Ωραία ακούγεται και η εκδοχή που λέει πως όλοι οι ναυτικοί που περνούσαν από το ακρωτήριο Ταίναρον φώναζαν «Μάινα τα πανιά!», οπότε έμεινε στη χερσόνησο το όνομα Μάινη.
Δύο αιώνες πιο πριν στη Μάνη θα μπορούσες να συναντήσεις ίσαμε 130 χωριά, χτισμένα με πέτρα, διασκορπισμένα μεταξύ τους σε μικρές αποστάσεις, σαν μια συστάδα οικισμών που έμοιαζαν να ανήκουν σε μια τεράστια απλωμένη πόλη, στημένη σε τραχύ και άνυδρο τοπίο. Τα περισσότερα όμως ερήμωσαν, είτε από τις εμφύλιες συγκρούσεις είτε από τους πολέμους με τους Τούρκους. Πολύ αργότερα ήρθε η μαζική μετανάστευση σε Αμερική και Καναδά για να ολοκληρωθεί η εικόνα της ερήμωσης.
Σήμερα, τα σημάδια της ανάκαμψης είναι κάπως ορατά. Πολλοί πύργοι ξαναστήνονται (είτε ανήκουν σε Μανιάτες είτε σε ξένους που αγάπησαν τον τόπο), κάποιοι ντόπιοι ξαναγυρίζουν αποκαμωμένοι από την πολυτάραχη διαδρομή της ζωής στα ξένα, κάποιοι φαρμακωμένοι γιατί «βλάχεψαν» δοκιμάζουν να πάρουν πίσω τον χαμένο χρόνο, κάποιοι άλλοι νιώθουν βαθιά πως κανένας τόπος δεν τους χωράει παρ’ εκτός από το να χωθούν ανάμεσα στις πέτρες, τις ελιές και την αλμυρή θάλασσα του νοτιότερου άκρου της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Ο καθένας έχει τους δικούς του λόγους και η εκτίμηση που τρέφουν όλοι για την αφιλόξενη ετούτη γωνιά είναι πραγματικά απίστευτη. Άλλωστε, οι Μανιάτες χαρακτηρίζονται για το πόσο πολύ τοπικιστές είναι. Είμαι από εκείνους που πιστεύουν πως η Μάνη είναι ο τόπος κατοικίας μιας μεγάλης οικογένειας. Η λειτουργία της «οικογένειας» αυτής στηρίζεται σε σκληρούς, ισχυρούς και αδιαπραγμάτευτους κανόνες. «Τι θα πει ο κόσμος…», είναι μια φράση που βασανίζει τον Μανιάτη σε όλη του τη ζωή, ενώ από την άλλη ο ίδιος αυτός κόσμος τού χαρίζεται για να τον απολαύσει τηρώντας κάποιους πανάρχαιους κανόνες! Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα γένη των Μανιατών είναι ακόμη ισχυρά. Η πολιτισμική ταυτότητα διατηρείται ακόμα και όταν μεταναστεύουν, ενώ μεγάλες οικογένειες στις μέρες μας φτιάχνουν συλλόγους!
Οι Μανιάτες δεν ξέρουν τι πάει να πει υποδούλωση, κλεψιά και ζητιανιά, αλλά γνωρίζουν πολύ καλά τι πάει να πει παλικαριά και «γδικιωμός». Η βεντέτα δεν είναι ελληνική λέξη, ο «γδικιωμός» ή εκδίκηση είναι η σωστή και για τον Μανιάτη είναι καθήκον και όχι έθιμο ή δικαίωμα. Παλιότερα δήλωναν ξεκάθαρα «είμαστε οχτροί» και ξεκινούσε το κακό που μπορούσε να βαστήξει πολλά χρόνια και να ξεκληρίσει οικογένειες, χωριά ολόκληρα.
Ήταν στενός, λιγοστός ο χώρος, ελάχιστοι οι πόροι και έτσι ξεκινούσαν οι έχθρες. Έμοιαζε σαν να πολεμάνε κράτη μεταξύ τους και όχι απλοί άνθρωποι. Στις μέρες μας, που περισσεύουν οι «ξεβγαλτήδες» (οι μεσολαβητές) και λιγοστεύουν αυτοί που είναι ετοιμοπόλεμοι για ψύλλου πήδημα, έχουν κάνει «τρέβα» (ανακωχή) οι Μανιάτες μεταξύ τους και πολλοί γινήκανε «ψυχαδελφοί» για πάντα.
Και μη νομίσετε πως οι Μανιάτες πεθαίνουν… Όχι! Απλά όταν τα «κακαρώσουν» γίνονται ταχυδρόμοι από τον Επάνω κόσμο στον Κάτω. Μεταφέρουν τους καημούς και τις σκέψεις, τα παθήματα και τα ανδραγαθήματα, την αλήθεια ολάκερη τη δική τους, αλλά και όλων των υπολοίπων στον Κάτω κόσμο.
Για τούτο φροντίζουν οι μοιρολογίστρες με τα αυτοσχέδια 8σύλλαβα και 15σύλλαβα έμμετρα ποιήματά τους. Τα λόγια τους μοιάζουν σαν να βγαίνουν από αρχαία τραγωδία. Δεν λένε ποτέ μεγάλες κουβέντες ή υπερβολές, γιατί είναι ασέβεια. Μονάχα την αλήθεια παίρνει μαζί του ο «ταχυδρόμος» μαζί με ένα αυθεντικό κομμάτι του εσωτερικού κόσμου κάθε μοιρολογίστρας. Και φυσικά κανείς Μανιάτης δεν πρέπει να πάει στον Κάτω κόσμο «άκλαυτος».
Το βλέμμα μου γυρνάει στα «πλακονίθια» (καλντερίμια) που γινήκανε «τρόχαλα» (σωρός από πέτρες) στα χωριά που είναι χτισμένα σαν μικρές ετοιμόρροπες καστροπολιτείες, στις ρούγες που μοιάζουν αδειανές και στα «σκαλούνια» (πεζούλια έξω από τα σπίτια) που όσο πάνε και σπανίζουν στις μέρες μας. Έχει αλλάξει τόσο πολύ η Μάνη;
Μήπως έχει φορέσει τουριστικό προσωπείο; Δεν θα πιστέψω σε τίποτε από αυτά, όσο υπάρχουν Μανιάτες! Όσο θα υπάρχουν κυράδες που θα χαμογελάνε όπως αυτή που συνάντησα στον πύργο της (στον πύργο του Λαγούδη) στο Μπρίκι (ή Βρίκι), δεν θα φοβάμαι για τίποτα. Στην πιο πρόσφατη βόλτα μου στη Μέσα Μάνη (περιοχή από την Αρεόπολη έως το Ταίναρον) δοκίμασα για άλλη μια φορά να ξεφύγω από την πεπατημένη και να χαθώ στο τραχύ βασίλειο της πέτρας. Μπαίνοντας στο χωριό Τριανταφυλλιά έστριψα δεξιά για Νικάνδρι και Χαρούδα.
Εκεί που δεν το περιμένεις φυτρώνουν οι χαρακτηριστικοί μανιάτικοι πύργοι και μάλιστα περιποιημένοι και σωστά επισκευασμένοι. Η εκκλησία του Άη Γιώργη μπαίνοντας στο Νικάνδρι χρειάζεται μια στάση. Πολύ παλιές τοιχογραφίες και φοβερή θέα από τον περίβολο προς τα βουνά της Μάνης, την επιβλητική, χωρίς βλάστηση, προέκταση του Ταϋγέτου που επιτίθεται στη θάλασσα.
Ο στενός τσιμέντινος δρόμος οδηγεί στη Χαρούδα, στριφογυρνώντας ανάμεσα σε σπίτια και πύργους. Την ώρα που περνούσα κάποιος έπλενε το αυτοκίνητό του… Χαμογέλασα. Στις μέρες μας το νερό δεν είναι πρόβλημα πια για τη Μάνη. Πάντως, οι στέρνες υπάρχουν και το πόσιμο νερό εξακολουθεί να είναι στη σκέψη των κατοίκων ως πολύτιμο και σπάνιο υγρό!
Το δρομάκι που περνάει μέσα από τη Χαρούδα φθάνει στον περίφημο ναό των Ταξιαρχών. Χτισμένος στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα φαίνεται να χρησιμοποιεί δομικά υλικά από αρχαίο ναό, ενώ έξω από τον περίβολο μια συστάδα από πέτρες σχηματίζει ένα πηγάδι – στέρνα πολύ – πολύ παλαιότερο, ίσως από την εποχή των Ρωμαίων, ίσως ακόμα πιο πριν!
Συνεχίζω τον γύρο στους χωματόδρομους της Χαρούδας, η θάλασσα είναι μακριά και οι πύργοι ξεφυτρώνουν ξαφνικά. Καχούνγκα την ονόμαζαν παλαιότερα και πραγματικά το όμορφο αυτό μέρος δεν το πιάνει το μάτι σου, ενώ στον χάρτη περνάει εντελώς απαρατήρητο.
Επιστρέφω στον κεντρικό δρόμο και λίγο πιο κάτω στρίβω αριστερά για Φραγκούλια – Δρύαλο – Παλαιοχώρα. Προχωρώντας παράλληλα με τον ασφάλτινο δρόμο η διαδρομή ετούτη είναι αποκαλυπτική όσον αφορά τα χωριά της Μέσα Μάνης και οι εκπλήξεις είναι συνεχόμενες.
Η πρώτη έρχεται σε λιγότερο από 1 χιλιόμετρο. Δίπλα από το λιλιπούτειο μοναστήρι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στέκονται μανιάτικοι τάφοι – οστεοφυλάκια οικογενειών. Μοιάζουν με κανονικά πέτρινα σπίτια και ορθώνουν το επιθετικό ανάστημά τους στον χώρο, όπως ακριβώς και οι πύργοι. Στη συνέχεια, κοιτώντας προς τη μεριά της θάλασσας (δεξιά) αποκαλύπτεται το Τηγάνι. Μια λωρίδα γης που χώνεται στη θάλασσα και σχηματίζει οπτικά ένα τηγάνι. Εκεί στην άκρη υπήρχε το ονομαστό μεσαιωνικό κάστρο της Μαΐνης και εκεί ο Πάτρικ Λη Φέρμορ είχε συναντήσει μερικές δεκαετίες πιο πριν Μανιάτισσες αλατομαζώχτρες.
Τα χωριά βρίσκονται σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο και οι πύργοι με τα υποστατικά τους σχηματίζουν μια συνεχή γραμμή που μοιάζει με διασκορπισμένο οικισμό ανεπηρέαστο από το πέρασμα των χρόνων. Σε ένα σταυροδρόμι του Δρύαλου ένας Μανιάτης διακοσμεί τον περίβολο του σπιτιού του με αποφθέγματα επάνω σε πέτρες και ένα από αυτά λέει: «Αν δεν σ’ αρέσει μη σε μέλλει, αυτός που τα ‘φτιαξε έτσι τα θέλει».
Οι παλιές εκκλησιές είναι πάντα λιλιπούτειες. Μονόχωροι ναοί, που μπαίνεις σκυφτός, με όμορφες τοιχογραφίες σαν του Αγίου Γεωργίου στον Δρύαλο.
Μετά την Παλαιοχώρα, στου Μπάμπακα (Βάμβακα) όπου ο επιβλητικός πύργος επάνω στον βράχο είναι του Παντελεγιάννη, ενώ στο Μπρίκι (Βρίκι) ξεχωρίζει δίπλα από τον δρόμο ο πύργος του Λαγούδη, που είναι περισσότερο αυθεντικός γιατί κατοικείται ανελλιπώς! Ακόμα περισσότεροι πύργοι στη Μίνα και ο οικισμός είναι ομολογουμένως πολύ εντυπωσιακός, αλλά και εκσυγχρονισμένος, χωρίς αυτό να είναι καθόλου κακό.
Απέναντι από τη Μίνα, προς τη θάλασσα, είναι η παραλία του Μέζαπου που κοιτάει το Τηγάνι, ενώ ο κεντρικός δρόμος οδηγεί στα Νόμια και την Κίττα. (Δεν την γράφω Κοίτα όπως οι ταμπέλες, γιατί πιστεύω πως έτσι είναι το σωστό, αφού το όνομά της προφανώς βγαίνει από το Citta=πόλη). Το απόφθεγμα των κατοίκων λέει: «Κίττα η πολυπυργού και Νόμια η παρουσία», ενώ κάποιοι συμπληρώνουν γελώντας: «Και το Σταυρί που να μην είχε βρεθεί!».
Τα δύο αυτά χωριά είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά στη Μέσα Μάνη και αν μπορέσουν να διατηρήσουν το χρώμα τους θα χαρακτηρίζονται απ’ όλους σαν πέτρινα κοσμήματα (δυστυχώς η νέα τσιμέντινη εκκλησία που χτίζουν στην Κίττα, φιλοδοξεί να ξεπεράσει σε ύψος και όγκο τους δεκάδες πύργους, χαλώντας όλη την εικόνα. Και να πεις ότι οι Μανιάτες είναι θρησκόληπτοι…).
Φοβερές είναι οι εικόνες που παίρνεις και η ατμόσφαιρα που αισθάνεσαι στο χωριό Καλλονιοί, πάνω από την Κίττα, ενώ θα ήταν παράλειψη να μην επισκεφθεί κανείς την εκκλησιά της Παναγιάς της Τουρλωτής, η οποία είναι αφιερωμένη στους μακρινούς Αγίους Σέργιο και Βάκχο (οι οποίοι έχουν έρθει μαζί με τους Μαρδαΐτες, από τον Ευφράτη ποταμό στην Ανατολική Κιλικία της Ασίας!).
Το ταξίδι φυσικά δεν τελειώνει εδώ. Συνεχίζεται προς Άλικα – Κυπάρισσο – Γερολιμένα – Βάθεια, φθάνοντας στον Κάβο του Ματαπά, στο ακρωτήριο Ταίναρον, που περιμένουν δεκάδες εκπλήξεις τον επισκέπτη. Αυτά όμως θα τα δούμε καλύτερα κάποια άλλη στιγμή. Αυτό, άλλωστε, το κείμενο δεν είναι παρά μια μικρή εισαγωγή στο «θέμα».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΤΡΕΝΟΓΙΑΝΝΗΣ
ΤΑ ΝΕΑ